- τυφλός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. αυτός που δε βλέπει, που δεν έχει όραση, αόμματος, στραβός.2. μτφ., άκριτος, παράλογος, παράφορος: Τυφλή εκδίκηση.3. ανεξέταστος, απεριόριστος: Τυφλή υποταγή.4. που έχει μόνο είσοδο και καμιά έξοδο: Τυφλός δρόμος.5. το αρσ. και το θηλ. ως ουσ., τυφλός, τυφλή άνθρωπος που δεν έχει όραση, ο αόμματος.6. το ουδ. ως ουσ., τυφλό βλ. λ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.